- οξοποίηση
- ηη μετατροπή σε ξίδι, σε οξικό οξύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < όξος «ξίδι» + ποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οξοποίηση — η η μετατροπή οργανικής ένωσης σε ξίδι: Οξοποίηση του κρασιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek